- προκατασπείρω
- Α1. σπέρνω εκ τών προτέρων2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek